- σελινίτις
- -ίτιδος, ἡ, Ατο φυτό σεληνῑτις*.[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα -ῖτις (πρβλ. ποταμ-ῖτις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεληνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σεληνῑτις, Α νεοελλ. (ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί πολύ καθαρή ποικιλία γύψου αρχ. 1. ως κύριο όν. ὁ Σεληνίτης και ἡ Σελινῑτις α) ο Σεληναίος, φανταστικός κάτοικος τής σελήνης («... οἱ Ήλιῶται καὶ οἱ… … Dictionary of Greek